Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δάκρυ
δάκρῡμα
δακρυογόνος
δακρυόεις
δάκρυον
δακρυοπετής
δακρυπλώω
δακρυρροέω
δακρύρροος
δακρυσίστακτα
δακρυσταγής
δακρῡτός
δακρυχέω
δακρῡ́ω
δάκτυλα
δακτυλῆθραι
δακτυλιαῖος
δακτυλίδιον
δακτυλιογλυφίᾱ
δακτύλιος
δακτυλοδεικτέω
View word page
δακρυ-σταγής
δακρυσταγήςέςadj of lamentationwith dripping tearsTim.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δακρυσταγής
Headword (normalized):
δακρυσταγής
Headword (normalized/stripped):
δακρυσταγης
IDX:
7976
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-7977
Key:
δακρυσταγής

Data

{'headword_display': '<b>δακρυ-σταγής</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δακρυ<hyph/>σταγής</HL><Infl>ές</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of lamentation</Indic><Tr>with dripping tears</Tr><Au>Tim.</Au></aS1></AE>', 'key': 'δακρυσταγής'}