Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δακνάζομαι
δάκνω
δάκος
δάκρυ
δάκρῡμα
δακρυογόνος
δακρυόεις
δάκρυον
δακρυοπετής
δακρυπλώω
δακρυρροέω
δακρύρροος
δακρυσίστακτα
δακρυσταγής
δακρῡτός
δακρυχέω
δακρῡ́ω
δάκτυλα
δακτυλῆθραι
δακτυλιαῖος
δακτυλίδιον
View word page
δακρυρροέω
δακρυρροέωcontr.vbδακρύρροος of persons, their eyesshed tearsS. E. Plu.

ShortDef

to melt into tears, shed tears

Debugging

Headword:
δακρυρροέω
Headword (normalized):
δακρυρροέω
Headword (normalized/stripped):
δακρυρροεω
IDX:
7973
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-7974
Key:
δακρυρροέω

Data

{'headword_display': '<b>δακρυρροέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>δακρυρροέω</HL><PS>contr.vb</PS><Ety><Ref>δακρύρροος</Ref></Ety></vHG> <vS1><Indic>of persons, their eyes</Indic><Tr>shed tears</Tr><Au>S. E. Plu.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'δακρυρροέω'}