Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δαίς
δαϊ̈́ς
δάις
δαισθείς
δαιταλεύς
δαίτη
δαιτικλυτός
δαιτρεύω
δαιτρόν
δαιτρός
δαιτροσύνη
δαιτυμών
δαιτύς
δαΐφρων
δαίω
δακέθῡμος
δάκετον
δακνάζομαι
δάκνω
δάκος
δάκρυ
View word page
δαιτροσύνη
δαιτροσύνηηςfep.gen.pl.
δαιτροσυνᾱ́ων
art of carving and apportioning meatOd.

ShortDef

the art of carving meat, a helping at table

Debugging

Headword:
δαιτροσύνη
Headword (normalized):
δαιτροσύνη
Headword (normalized/stripped):
δαιτροσυνη
IDX:
7956
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-7957
Key:
δαιτροσύνη

Data

{'headword_display': '<b>δαιτροσύνη</b>', 'content': '<NE><HG><HL>δαιτροσύνη</HL><Infl>ης</Infl><PS>f</PS><FG><Case><Lbl>ep.gen.pl.</Lbl><Form>δαιτροσυνᾱ́ων</Form></Case></FG></HG> <nS1><Tr>art of carving and apportioning meat</Tr><Au>Od.</Au></nS1></NE>', 'key': 'δαιτροσύνη'}