Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δᾱιόφρων
δαίς
δαϊ̈́ς
δάις
δαισθείς
δαιταλεύς
δαίτη
δαιτικλυτός
δαιτρεύω
δαιτρόν
δαιτρός
δαιτροσύνη
δαιτυμών
δαιτύς
δαΐφρων
δαίω
δακέθῡμος
δάκετον
δακνάζομαι
δάκνω
δάκος
View word page
δαιτρός
δαιτρόςοῦmreltd. δαίομαι2carverof meatOd.

ShortDef

one that carves

Debugging

Headword:
δαιτρός
Headword (normalized):
δαιτρός
Headword (normalized/stripped):
δαιτρος
IDX:
7955
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-7956
Key:
δαιτρός

Data

{'headword_display': '<b>δαιτρός</b>', 'content': '<NE><HG><HL>δαιτρός</HL><Infl>οῦ</Infl><PS>m</PS><Ety>reltd. <Ref>δαίομαι<Hm>2</Hm></Ref></Ety></HG><nS1><Tr>carver<Expl>of meat</Expl></Tr><Au>Od.</Au></nS1></NE>', 'key': 'δαιτρός'}