Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δαΐδος
δαΐζω
δαϊκτάμενος
δαϊκτήρ
δαΐκτωρ
δαιμονᾱ́
δαιμονάω
δαιμονίζομαι
δαιμόνιον
δαιμόνιος
δαιμονοβλάβεια
δαίμων
δαίνῡμι
δαίομαι
δαίομαι
δᾱ́ιος
δᾱιόφρων
δαίς
δαϊ̈́ς
δάις
δαισθείς
View word page
δαιμονοβλάβεια
δαιμονοβλάβειαᾱςfδαίμωνβλάβος derangement inflicted by a god or spiritbewitchment, delusionPlb.

ShortDef

heaven-sent visitation

Debugging

Headword:
δαιμονοβλάβεια
Headword (normalized):
δαιμονοβλάβεια
Headword (normalized/stripped):
δαιμονοβλαβεια
IDX:
7939
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-7940
Key:
δαιμονοβλάβεια

Data

{'headword_display': '<b>δαιμονοβλάβεια</b>', 'content': '<NE><HG><HL>δαιμονοβλάβεια</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>δαίμων</Ref><Ref>βλάβος</Ref></Ety></HG> <nS1><Def>derangement inflicted by a god or spirit</Def><Tr>bewitchment, delusion</Tr><Au>Plb.</Au></nS1></NE>', 'key': 'δαιμονοβλάβεια'}