Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δαίδαλος
Δαίδαλος
δαιδαλόω
δαΐδος
δαΐζω
δαϊκτάμενος
δαϊκτήρ
δαΐκτωρ
δαιμονᾱ́
δαιμονάω
δαιμονίζομαι
δαιμόνιον
δαιμόνιος
δαιμονοβλάβεια
δαίμων
δαίνῡμι
δαίομαι
δαίομαι
δᾱ́ιος
δᾱιόφρων
δαίς
View word page
δαιμονίζομαι
δαιμονίζομαιpass.vb be possessed by an evil spiritNT.

ShortDef

to be possessed by a demon

Debugging

Headword:
δαιμονίζομαι
Headword (normalized):
δαιμονίζομαι
Headword (normalized/stripped):
δαιμονιζομαι
IDX:
7936
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-7937
Key:
δαιμονίζομαι

Data

{'headword_display': '<b>δαιμονίζομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>δαιμονίζομαι</HL><PS>pass.vb</PS></vHG> <vS1><Tr>be possessed by an evil spirit</Tr><Au>NT.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'δαιμονίζομαι'}