Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δαιδάλλω
δαίδαλμα
δαίδαλος
Δαίδαλος
δαιδαλόω
δαΐδος
δαΐζω
δαϊκτάμενος
δαϊκτήρ
δαΐκτωρ
δαιμονᾱ́
δαιμονάω
δαιμονίζομαι
δαιμόνιον
δαιμόνιος
δαιμονοβλάβεια
δαίμων
δαίνῡμι
δαίομαι
δαίομαι
δᾱ́ιος
View word page
δαιμονᾱ́
δαιμονᾱ́ᾶςdial.fδαίομαι2 distribution, allocationAlcm.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δαιμονᾱ́
Headword (normalized):
δαιμονᾱ́
Headword (normalized/stripped):
δαιμονα
IDX:
7934
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-7935
Key:
δαιμονᾱ́

Data

{'headword_display': '<b>δαιμονᾱ́</b>', 'content': '<NE><HG><HL>δαιμονᾱ́</HL><Infl>ᾶς</Infl><PS>dial.f</PS><Ety><Ref>δαίομαι<Hm>2</Hm></Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>distribution, allocation</Tr><Au>Alcm.</Au></nS1></NE>', 'key': 'δαιμονᾱ́'}