Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

δαιδαλέοδμος
δαιδάλεος
δαιδάλλω
δαίδαλμα
δαίδαλος
Δαίδαλος
δαιδαλόω
δαΐδος
δαΐζω
δαϊκτάμενος
δαϊκτήρ
δαΐκτωρ
δαιμονᾱ́
δαιμονάω
δαιμονίζομαι
δαιμόνιον
δαιμόνιος
δαιμονοβλάβεια
δαίμων
δαίνῡμι
δαίομαι
View word page
δαϊκτήρ
δαϊκτήρῆροςmasc.adjδαΐζω of lamentationheart-rendingA.

ShortDef

slayer, murderer

Debugging

Headword:
δαϊκτήρ
Headword (normalized):
δαϊκτήρ
Headword (normalized/stripped):
δαικτηρ
IDX:
7932
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-7933
Key:
δαϊκτήρ

Data

{'headword_display': '<b>δαϊκτήρ</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δαϊκτήρ</HL><Infl>ῆρος</Infl><PS>masc.adj</PS><Ety><Ref>δαΐζω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of lamentation</Indic><Tr>heart-rending</Tr><Au>A.</Au></aS1></AE>', 'key': 'δαϊκτήρ'}