Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

βῶς
βώσεσθε
βωστρέω
βωτιάνειρα
βώτορες
δᾶ
δᾱγῡ́ς
δᾳδουχέω
δᾳδοῦχος
δάε
δαημοσύνη
δαήμων
δαῆναι
δᾱήρ
δάηται
δάθιος
δαί
δαΐ
Δᾱιάνειρα
δαιδαλέοδμος
δαιδάλεος
View word page
δαημοσύνη
δαημοσύνηηςfδαήμων mastery, skillin a particular activityAR.

ShortDef

skill, knowledge

Debugging

Headword:
δαημοσύνη
Headword (normalized):
δαημοσύνη
Headword (normalized/stripped):
δαημοσυνη
IDX:
7913
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-7914
Key:
δαημοσύνη

Data

{'headword_display': '<b>δαημοσύνη</b>', 'content': '<NE><HG><HL>δαημοσύνη</HL><Infl>ης</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>δαήμων</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>mastery, skill<Expl>in a particular activity</Expl></Tr><Au>AR.</Au></nS1></NE>', 'key': 'δαημοσύνη'}