Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

βωμολοχεύματα
βωμολοχεύομαι
βωμολοχίᾱ
βωμολόχος
βωμός
βωνῑ́τᾱς
βῶς
βώσεσθε
βωστρέω
βωτιάνειρα
βώτορες
δᾶ
δᾱγῡ́ς
δᾳδουχέω
δᾳδοῦχος
δάε
δαημοσύνη
δαήμων
δαῆναι
δᾱήρ
δάηται
View word page
βώτορες
βώτορεςωνm.plreltd.βοτήρ pasturers, herdsmenHom.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
βώτορες
Headword (normalized):
βώτορες
Headword (normalized/stripped):
βωτορες
IDX:
7907
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-7908
Key:
βώτορες

Data

{'headword_display': '<b>βώτορες</b>', 'content': '<NE><HG><HL>βώτορες</HL><Infl>ων</Infl><PS>m.pl</PS><Ety>reltd.<Ref>βοτήρ</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>pasturers, herdsmen</Tr><Au>Hom.</Au></nS1></NE>', 'key': 'βώτορες'}