Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

βωμίδες
βώμιος
βωμοειδής
βωμολοχεύματα
βωμολοχεύομαι
βωμολοχίᾱ
βωμολόχος
βωμός
βωνῑ́τᾱς
βῶς
βώσεσθε
βωστρέω
βωτιάνειρα
βώτορες
δᾶ
δᾱγῡ́ς
δᾳδουχέω
δᾳδοῦχος
δάε
δαημοσύνη
δαήμων
View word page
βώσεσθε
βώσεσθεep.2pl.fut.mid.seeβόσκω

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
βώσεσθε
Headword (normalized):
βώσεσθε
Headword (normalized/stripped):
βωσεσθε
IDX:
7904
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-7905
Key:
βώσεσθε

Data

{'headword_display': '<b>βώσεσθε</b>', 'content': '<XE><RefFm>βώσεσθε<LblR>ep.2pl.fut.mid.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>βόσκω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'βώσεσθε'}