Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

βῶλαξ
βωλευσαμένως
βωλευτός
βωλίον
βωλοκοπέω
βῶλος
βωμίδες
βώμιος
βωμοειδής
βωμολοχεύματα
βωμολοχεύομαι
βωμολοχίᾱ
βωμολόχος
βωμός
βωνῑ́τᾱς
βῶς
βώσεσθε
βωστρέω
βωτιάνειρα
βώτορες
δᾶ
View word page
βωμολοχεύομαι
βωμολοχεύομαιmid.vbβωμολόχος behave like a buffoon, play the foolAr. Isoc.

ShortDef

to use low flattery, indulge in ribaldry

Debugging

Headword:
βωμολοχεύομαι
Headword (normalized):
βωμολοχεύομαι
Headword (normalized/stripped):
βωμολοχευομαι
IDX:
7898
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-7899
Key:
βωμολοχεύομαι

Data

{'headword_display': '<b>βωμολοχεύομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>βωμολοχεύομαι</HL><PS>mid.vb</PS><Ety><Ref>βωμολόχος</Ref></Ety></vHG> <vS1><Tr>behave like a buffoon, play the fool</Tr><Au>Ar. Isoc.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'βωμολοχεύομαι'}