Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

βωλάκιος
βῶλαξ
βωλευσαμένως
βωλευτός
βωλίον
βωλοκοπέω
βῶλος
βωμίδες
βώμιος
βωμοειδής
βωμολοχεύματα
βωμολοχεύομαι
βωμολοχίᾱ
βωμολόχος
βωμός
βωνῑ́τᾱς
βῶς
βώσεσθε
βωστρέω
βωτιάνειρα
βώτορες
View word page
βωμολοχεύματα
βωμολοχεύματατωνn.plβωμολοχεύομαι cheap tricks, buffooneryAr.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
βωμολοχεύματα
Headword (normalized):
βωμολοχεύματα
Headword (normalized/stripped):
βωμολοχευματα
IDX:
7897
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-7898
Key:
βωμολοχεύματα

Data

{'headword_display': '<b>βωμολοχεύματα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>βωμολοχεύματα</HL><Infl>των</Infl><PS>n.pl</PS><Ety><Ref>βωμολοχεύομαι</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>cheap tricks, buffoonery</Tr><Au>Ar.</Au></nS1></NE>', 'key': 'βωμολοχεύματα'}