Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

βωλᾱ́
βωλάκιος
βῶλαξ
βωλευσαμένως
βωλευτός
βωλίον
βωλοκοπέω
βῶλος
βωμίδες
βώμιος
βωμοειδής
βωμολοχεύματα
βωμολοχεύομαι
βωμολοχίᾱ
βωμολόχος
βωμός
βωνῑ́τᾱς
βῶς
βώσεσθε
βωστρέω
βωτιάνειρα
View word page
βωμο-ειδής
βωμο-ειδήςέςadjεἶδος1 of a grave-monumentin the form of an altarPlu.

ShortDef

like an altar

Debugging

Headword:
βωμοειδής
Headword (normalized):
βωμοειδής
Headword (normalized/stripped):
βωμοειδης
IDX:
7896
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-7897
Key:
βωμοειδής

Data

{'headword_display': '<b>βωμο-ειδής</b>', 'content': '<AE><HG><HL>βωμο-ειδής</HL><Infl>ές</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>εἶδος<Hm>1</Hm></Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a grave-monument</Indic><Tr>in the form of an altar</Tr><Au>Plu.</Au></aS1></AE>', 'key': 'βωμοειδής'}