Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

βύσσος
βυσσόφρων
βύω
βῶ
βωκόλος
βωλᾱ́
βωλάκιος
βῶλαξ
βωλευσαμένως
βωλευτός
βωλίον
βωλοκοπέω
βῶλος
βωμίδες
βώμιος
βωμοειδής
βωμολοχεύματα
βωμολοχεύομαι
βωμολοχίᾱ
βωμολόχος
βωμός
View word page
βωλίον
βωλίονουndimin.βῶλος bit of dirtAr.

ShortDef

lump, clod of earth

Debugging

Headword:
βωλίον
Headword (normalized):
βωλίον
Headword (normalized/stripped):
βωλιον
IDX:
7891
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-7892
Key:
βωλίον

Data

{'headword_display': '<b>βωλίον</b>', 'content': '<NE><HG><HL>βωλίον</HL><Infl>ου</Infl><PS>n</PS><Ety>dimin.<Ref>βῶλος</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>bit of dirt</Tr><Au>Ar.</Au></nS1></NE>', 'key': 'βωλίον'}