Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

βυσσός
βύσσος
βυσσόφρων
βύω
βῶ
βωκόλος
βωλᾱ́
βωλάκιος
βῶλαξ
βωλευσαμένως
βωλευτός
βωλίον
βωλοκοπέω
βῶλος
βωμίδες
βώμιος
βωμοειδής
βωμολοχεύματα
βωμολοχεύομαι
βωμολοχίᾱ
βωμολόχος
View word page
βωλευτός
βωλευτόςdial.adjseeβουλευτός

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
βωλευτός
Headword (normalized):
βωλευτός
Headword (normalized/stripped):
βωλευτος
IDX:
7890
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-7891
Key:
βωλευτός

Data

{'headword_display': '<b>βωλευτός</b>', 'content': '<XE><HG><HL>βωλευτός</HL><PS>dial.adj</PS></HG><XR>see<Ref>βουλευτός</Ref></XR> </XE>', 'key': 'βωλευτός'}