Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
βυσσοδομεύω
βυσσός
βύσσος
βυσσόφρων
βύω
βῶ
βωκόλος
βωλᾱ́
βωλάκιος
βῶλαξ
βωλευσαμένως
βωλευτός
βωλίον
βωλοκοπέω
βῶλος
βωμίδες
βώμιος
βωμοειδής
βωμολοχεύματα
βωμολοχεύομαι
βωμολοχίᾱ
View word page
βωλευσαμένως
βωλευσαμένως
dial.masc.acc.pl.aor.mid.ptcpl.
see
βουλεύω
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
βωλευσαμένως
Headword (normalized):
βωλευσαμένως
Headword (normalized/stripped):
βωλευσαμενως
IDX:
7889
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-7890
Key:
βωλευσαμένως
Data
{'headword_display': '<b>βωλευσαμένως</b>', 'content': '<XE><RefFm>βωλευσαμένως<LblR>dial.masc.acc.pl.aor.mid.ptcpl.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>βουλεύω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'βωλευσαμένως'}