Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

βυρσοφώνης
βύσσινος
βυσσοδομεύω
βυσσός
βύσσος
βυσσόφρων
βύω
βῶ
βωκόλος
βωλᾱ́
βωλάκιος
βῶλαξ
βωλευσαμένως
βωλευτός
βωλίον
βωλοκοπέω
βῶλος
βωμίδες
βώμιος
βωμοειδής
βωμολοχεύματα
View word page
βωλάκιος
βωλάκιοςᾱ ονadjβῶλαξof earthformed of clodscloddedPi.

ShortDef

lumpy, loamy

Debugging

Headword:
βωλάκιος
Headword (normalized):
βωλάκιος
Headword (normalized/stripped):
βωλακιος
IDX:
7887
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-7888
Key:
βωλάκιος

Data

{'headword_display': '<b>βωλάκιος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>βωλάκιος</HL><Infl>ᾱ ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>βῶλαξ</Ref></Ety></HG><aS1><Indic>of earth</Indic><Def>formed of clods</Def><Tr>clodded</Tr><Au>Pi.</Au></aS1></AE>', 'key': 'βωλάκιος'}