Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

βῡκανάω
βῡκάνη
βῡκανητής
βῡκανιστής
βύκται
βῡνέω
βύρσα
βυρσαίετος
βυρσεύς
βυρσίνη
βυρσοδεψέω
βυρσοδέψης
βυρσοπαγής
βυρσοπαφλαγών
βυρσοπώλης
βυρσοτενής
βυρσότονος
βυρσοφώνης
βύσσινος
βυσσοδομεύω
βυσσός
View word page
βυρσοδεψέω
βυρσοδεψέωcontr.vbβυρσοδέψης be a tannerAr.

ShortDef

to dress or tan hides

Debugging

Headword:
βυρσοδεψέω
Headword (normalized):
βυρσοδεψέω
Headword (normalized/stripped):
βυρσοδεψεω
IDX:
7870
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-7871
Key:
βυρσοδεψέω

Data

{'headword_display': '<b>βυρσοδεψέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>βυρσοδεψέω</HL><PS>contr.vb</PS><Ety><Ref>βυρσοδέψης</Ref></Ety></vHG> <vS1><Tr>be a tanner</Tr><Au>Ar.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'βυρσοδεψέω'}