Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

βροτοκτόνος
βροτολοιγός
βροτός
βρότος
βροτοσκόπος
βροτοστυγής
βροτοφθόρος
βροτωφελής
βρόχεα
βροχή
βρόχθος
βρόχος
βρῦ
βρυάζω
βρυγμός
βρῡ́κω
βρύλλω
βρύον
βρύσσος
βρῦτος
βρῡχάομαι
View word page
βρόχθος
βρόχθοςουmreltd. 2nd el. ofἀναβρόξαι throat, gulletTheoc.

ShortDef

the throat

Debugging

Headword:
βρόχθος
Headword (normalized):
βρόχθος
Headword (normalized/stripped):
βροχθος
IDX:
7822
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-7823
Key:
βρόχθος

Data

{'headword_display': '<b>βρόχθος</b>', 'content': '<NE><HG><HL>βρόχθος</HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS><Ety>reltd. 2nd el. of<Ref>ἀναβρόξαι</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>throat, gullet</Tr><Au>Theoc.</Au></nS1></NE>', 'key': 'βρόχθος'}