Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

βροντησικέραυνος
βρότειος
βροτήσιος
βροτόεις
βροτοκτονέω
βροτοκτόνος
βροτολοιγός
βροτός
βρότος
βροτοσκόπος
βροτοστυγής
βροτοφθόρος
βροτωφελής
βρόχεα
βροχή
βρόχθος
βρόχος
βρῦ
βρυάζω
βρυγμός
βρῡ́κω
View word page
βροτο-στυγής
βροτο-στυγήςέςadjστυγέω of darkness, the Gorgonshated by mortalsA.

ShortDef

hated by men

Debugging

Headword:
βροτοστυγής
Headword (normalized):
βροτοστυγής
Headword (normalized/stripped):
βροτοστυγης
IDX:
7817
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-7818
Key:
βροτοστυγής

Data

{'headword_display': '<b>βροτο-στυγής</b>', 'content': '<AE><HG><HL>βροτο-στυγής</HL><Infl>ές</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>στυγέω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of darkness, the Gorgons</Indic><Tr>hated by mortals</Tr><Au>A.</Au></aS1></AE>', 'key': 'βροτοστυγής'}