Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

βροντήματα
βροντησικέραυνος
βρότειος
βροτήσιος
βροτόεις
βροτοκτονέω
βροτοκτόνος
βροτολοιγός
βροτός
βρότος
βροτοσκόπος
βροτοστυγής
βροτοφθόρος
βροτωφελής
βρόχεα
βροχή
βρόχθος
βρόχος
βρῦ
βρυάζω
βρυγμός
View word page
βροτο-σκόπος
βροτο-σκόποςονadjβροτόςσκοπέω of Erinyeskeeping watch on mortalsA.

ShortDef

taking note of man

Debugging

Headword:
βροτοσκόπος
Headword (normalized):
βροτοσκόπος
Headword (normalized/stripped):
βροτοσκοπος
IDX:
7816
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-7817
Key:
βροτοσκόπος

Data

{'headword_display': '<b>βροτο-σκόπος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>βροτο-σκόπος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>βροτός</Ref><Ref>σκοπέω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of Erinyes</Indic><Tr>keeping watch on mortals</Tr><Au>A.</Au></aS1></AE>', 'key': 'βροτοσκόπος'}