Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

βρόμος
βροντάω
βροντή
βροντήματα
βροντησικέραυνος
βρότειος
βροτήσιος
βροτόεις
βροτοκτονέω
βροτοκτόνος
βροτολοιγός
βροτός
βρότος
βροτοσκόπος
βροτοστυγής
βροτοφθόρος
βροτωφελής
βρόχεα
βροχή
βρόχθος
βρόχος
View word page
βροτο-λοιγός
βροτο-λοιγόςόνadj epith. of Aresbringing destruction to mortalsman-destroyingHom. Hes. Tyrt. A.

ShortDef

plague of man, bane of men

Debugging

Headword:
βροτολοιγός
Headword (normalized):
βροτολοιγός
Headword (normalized/stripped):
βροτολοιγος
IDX:
7813
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-7814
Key:
βροτολοιγός

Data

{'headword_display': '<b>βροτο-λοιγός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>βροτο-λοιγός</HL><Infl>όν</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>epith. of Ares</Indic><Def>bringing destruction to mortals</Def><Tr>man-destroying</Tr><Au>Hom. Hes. Tyrt. A.</Au></aS1></AE>', 'key': 'βροτολοιγός'}