Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

βρίζω
βριήπυος
βρῖθος
βρῑθοσύνη
βρῑθύς
βρῑ́θω
βρῑμάομαι
βρῑ́μη
Βρῑμώ
βρῑσάρματος
βροδοδάκτυλος
βρόκχος
βρομέω
βρόμιος
Βρόμιος
βρόμος
βροντάω
βροντή
βροντήματα
βροντησικέραυνος
βρότειος
View word page
βροδοδάκτυλος
βροδοδάκτυλοςAeol.adjβρόδονAeol.nβροδόπᾱχυςAeol.adjseeῥοδοδάκτυλοςῥόδονῥοδόπηχυς

ShortDef

rosy-fingered

Debugging

Headword:
βροδοδάκτυλος
Headword (normalized):
βροδοδάκτυλος
Headword (normalized/stripped):
βροδοδακτυλος
IDX:
7798
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-7799
Key:
βροδοδάκτυλος

Data

{'headword_display': '<b>βροδοδάκτυλος</b>', 'content': '<XE><HG><HL>βροδοδάκτυλος</HL><PS>Aeol.adj</PS></HG><HG><HL>βρόδον</HL><PS>Aeol.n</PS></HG><HG><HL>βροδόπᾱχυς</HL><PS>Aeol.adj</PS></HG><XR>see<Ref>ῥοδοδάκτυλος</Ref><Ref>ῥόδον</Ref><Ref>ῥοδόπηχυς</Ref></XR> </XE>', 'key': 'βροδοδάκτυλος'}