Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

βραχυχρόνιος
βρέγμα
βρεκεκεκέξ
βρέμω
βρένθειος
βρενθῡ́ομαι
βρέξις
βρέτας
Βρεττανοί
βρέφος
βρεχμός
βρέχω
Βριάρεως
βριαρός
βριάω
βρίζω
βριήπυος
βρῖθος
βρῑθοσύνη
βρῑθύς
βρῑ́θω
View word page
βρεχμός
βρεχμόςοῦmreltd.βρέγμα upper part of the headhead, crownIl. Call.

ShortDef

the top of the head

Debugging

Headword:
βρεχμός
Headword (normalized):
βρεχμός
Headword (normalized/stripped):
βρεχμος
IDX:
7783
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-7784
Key:
βρεχμός

Data

{'headword_display': '<b>βρεχμός</b>', 'content': '<NE><HG><HL>βρεχμός</HL><Infl>οῦ</Infl><PS>m</PS><Ety>reltd.<Ref>βρέγμα</Ref></Ety></HG> <nS1><Def>upper part of the head</Def><nS2><Tr>head, crown</Tr><Au>Il. Call.</Au></nS2></nS1></NE>', 'key': 'βρεχμός'}