Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

βραχυσυλλαβίη
βραχύτης
βραχύτονος
βραχυτράχηλος
βραχυχρόνιος
βρέγμα
βρεκεκεκέξ
βρέμω
βρένθειος
βρενθῡ́ομαι
βρέξις
βρέτας
Βρεττανοί
βρέφος
βρεχμός
βρέχω
Βριάρεως
βριαρός
βριάω
βρίζω
βριήπυος
View word page
βρέξις
βρέξιςεωςfβρέχω wettingof a horse's hooves, to clean themX.

ShortDef

a wetting

Debugging

Headword:
βρέξις
Headword (normalized):
βρέξις
Headword (normalized/stripped):
βρεξις
IDX:
7779
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-7780
Key:
βρέξις

Data

{'headword_display': '<b>βρέξις</b>', 'content': "<NE><HG><HL>βρέξις</HL><Infl>εως</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>βρέχω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>wetting<Expl>of a horse's hooves, to clean them</Expl></Tr><Au>X.</Au></nS1></NE>", 'key': 'βρέξις'}