Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

βραχυσκελής
βραχυσυλλαβίη
βραχύτης
βραχύτονος
βραχυτράχηλος
βραχυχρόνιος
βρέγμα
βρεκεκεκέξ
βρέμω
βρένθειος
βρενθῡ́ομαι
βρέξις
βρέτας
Βρεττανοί
βρέφος
βρεχμός
βρέχω
Βριάρεως
βριαρός
βριάω
βρίζω
View word page
βρενθῡ́ομαι
βρενθῡ́ομαιmid.vb behave haughtilyAr.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
βρενθῡ́ομαι
Headword (normalized):
βρενθῡ́ομαι
Headword (normalized/stripped):
βρενθυομαι
IDX:
7778
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-7779
Key:
βρενθῡ́ομαι

Data

{'headword_display': '<b>βρενθῡ́ομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>βρενθῡ́ομαι</HL><PS>mid.vb</PS></vHG> <vS1><Tr>behave haughtily</Tr><Au>Ar.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'βρενθῡ́ομαι'}