Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

βραχυσίδᾱρος
βραχυσκελής
βραχυσυλλαβίη
βραχύτης
βραχύτονος
βραχυτράχηλος
βραχυχρόνιος
βρέγμα
βρεκεκεκέξ
βρέμω
βρένθειος
βρενθῡ́ομαι
βρέξις
βρέτας
Βρεττανοί
βρέφος
βρεχμός
βρέχω
Βριάρεως
βριαρός
βριάω
View word page
βρένθειος
βρένθειοςᾱ ονadj of perfumemade from a flowerunidentifiedfloralSapph.

ShortDef

costly

Debugging

Headword:
βρένθειος
Headword (normalized):
βρένθειος
Headword (normalized/stripped):
βρενθειος
IDX:
7777
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-7778
Key:
βρένθειος

Data

{'headword_display': '<b>βρένθειος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>βρένθειος</HL><Infl>ᾱ ον</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of perfume</Indic><Def>made from a flower<Expl>unidentified</Expl></Def><Tr>floral</Tr><Au>Sapph.</Au></aS1></AE>', 'key': 'βρένθειος'}