Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

βραχύπορος
βραχύς
βραχυσίδᾱρος
βραχυσκελής
βραχυσυλλαβίη
βραχύτης
βραχύτονος
βραχυτράχηλος
βραχυχρόνιος
βρέγμα
βρεκεκεκέξ
βρέμω
βρένθειος
βρενθῡ́ομαι
βρέξις
βρέτας
Βρεττανοί
βρέφος
βρεχμός
βρέχω
Βριάρεως
View word page
βρεκεκεκέξ
βρεκεκεκέξinterjrepresenting a frog's croakbrekekekexAr.

ShortDef

the croaking of frogs

Debugging

Headword:
βρεκεκεκέξ
Headword (normalized):
βρεκεκεκέξ
Headword (normalized/stripped):
βρεκεκεκεξ
IDX:
7775
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-7776
Key:
βρεκεκεκέξ

Data

{'headword_display': '<b>βρεκεκεκέξ</b>', 'content': "<AdvE><vHG><HL>βρεκεκεκέξ</HL><PS>interj</PS></vHG><advS1><Indic>representing a frog's croak</Indic><Tr>brekekekex</Tr><Au>Ar.</Au></advS1></AdvE>", 'key': 'βρεκεκεκέξ'}