Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

βραχῡ́νω
βραχυόνειρος
βραχύπορος
βραχύς
βραχυσίδᾱρος
βραχυσκελής
βραχυσυλλαβίη
βραχύτης
βραχύτονος
βραχυτράχηλος
βραχυχρόνιος
βρέγμα
βρεκεκεκέξ
βρέμω
βρένθειος
βρενθῡ́ομαι
βρέξις
βρέτας
Βρεττανοί
βρέφος
βρεχμός
View word page
βραχυ-χρόνιος
βραχυ-χρόνιοςονadj of the human specieshaving a brief duration of lifeshort-livedPl.

ShortDef

of brief duration

Debugging

Headword:
βραχυχρόνιος
Headword (normalized):
βραχυχρόνιος
Headword (normalized/stripped):
βραχυχρονιος
IDX:
7773
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-7774
Key:
βραχυχρόνιος

Data

{'headword_display': '<b>βραχυ-χρόνιος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>βραχυ-χρόνιος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of the human species</Indic><Def>having a brief duration of life</Def><Tr>short-lived</Tr><Au>Pl.</Au></aS1></AE>', 'key': 'βραχυχρόνιος'}