Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

βραχύλογος
βραχῡ́νω
βραχυόνειρος
βραχύπορος
βραχύς
βραχυσίδᾱρος
βραχυσκελής
βραχυσυλλαβίη
βραχύτης
βραχύτονος
βραχυτράχηλος
βραχυχρόνιος
βρέγμα
βρεκεκεκέξ
βρέμω
βρένθειος
βρενθῡ́ομαι
βρέξις
βρέτας
Βρεττανοί
βρέφος
View word page
βραχυ-τράχηλος
βραχυ-τράχηλοςονadj of a horseshort-neckedPl.

ShortDef

short-necked

Debugging

Headword:
βραχυτράχηλος
Headword (normalized):
βραχυτράχηλος
Headword (normalized/stripped):
βραχυτραχηλος
IDX:
7772
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-7773
Key:
βραχυτράχηλος

Data

{'headword_display': '<b>βραχυ-τράχηλος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>βραχυ-τράχηλος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of a horse</Indic><Tr>short-necked</Tr><Au>Pl.</Au></aS1></AE>', 'key': 'βραχυτράχηλος'}