Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

βραχυγνώμων
βραχύδρομος
βραχύκωλος
βραχυλογίᾱ
βραχύλογος
βραχῡ́νω
βραχυόνειρος
βραχύπορος
βραχύς
βραχυσίδᾱρος
βραχυσκελής
βραχυσυλλαβίη
βραχύτης
βραχύτονος
βραχυτράχηλος
βραχυχρόνιος
βρέγμα
βρεκεκεκέξ
βρέμω
βρένθειος
βρενθῡ́ομαι
View word page
βραχυ-σκελής
βραχυ-σκελήςέςadjσκέλος of an animalwith short legsS.Ichn.

ShortDef

shortlegged

Debugging

Headword:
βραχυσκελής
Headword (normalized):
βραχυσκελής
Headword (normalized/stripped):
βραχυσκελης
IDX:
7768
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-7769
Key:
βραχυσκελής

Data

{'headword_display': '<b>βραχυ-σκελής</b>', 'content': '<AE><HG><HL>βραχυ-σκελής</HL><Infl>ές</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>σκέλος</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of an animal</Indic><Tr>with short legs</Tr><Au>S.<Wk>Ichn.</Wk></Au></aS1></AE>', 'key': 'βραχυσκελής'}