Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

βραχῑ́ων
βραχῑ́ων
βραχύβιος
βραχυγνώμων
βραχύδρομος
βραχύκωλος
βραχυλογίᾱ
βραχύλογος
βραχῡ́νω
βραχυόνειρος
βραχύπορος
βραχύς
βραχυσίδᾱρος
βραχυσκελής
βραχυσυλλαβίη
βραχύτης
βραχύτονος
βραχυτράχηλος
βραχυχρόνιος
βρέγμα
βρεκεκεκέξ
View word page
βραχύ-πορος
βραχύ-ποροςονadjπόρος of life-cyclesof brief passagePl.

ShortDef

with a short passage

Debugging

Headword:
βραχύπορος
Headword (normalized):
βραχύπορος
Headword (normalized/stripped):
βραχυπορος
IDX:
7765
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-7766
Key:
βραχύπορος

Data

{'headword_display': '<b>βραχύ-πορος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>βραχύ-πορος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>πόρος</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of life-cycles</Indic><Tr>of brief passage</Tr><Au>Pl.</Au></aS1></AE>', 'key': 'βραχύπορος'}