Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

βραχεῖν
βραχείς
βραχῑονιστήρ
βραχῑ́ων
βραχῑ́ων
βραχύβιος
βραχυγνώμων
βραχύδρομος
βραχύκωλος
βραχυλογίᾱ
βραχύλογος
βραχῡ́νω
βραχυόνειρος
βραχύπορος
βραχύς
βραχυσίδᾱρος
βραχυσκελής
βραχυσυλλαβίη
βραχύτης
βραχύτονος
βραχυτράχηλος
View word page
βραχύ-λογος
βραχύ-λογοςονadjλόγος brief in speech, using few wordsPl. Plu.

ShortDef

short in speech, of few words

Debugging

Headword:
βραχύλογος
Headword (normalized):
βραχύλογος
Headword (normalized/stripped):
βραχυλογος
IDX:
7762
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-7763
Key:
βραχύλογος

Data

{'headword_display': '<b>βραχύ-λογος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>βραχύ-λογος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>λόγος</Ref></Ety></HG> <aS1><Tr>brief in speech, using few words</Tr><Au>Pl. Plu.</Au></aS1></AE>', 'key': 'βραχύλογος'}