Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

Βραυρών
βράχεα
βραχεῖν
βραχείς
βραχῑονιστήρ
βραχῑ́ων
βραχῑ́ων
βραχύβιος
βραχυγνώμων
βραχύδρομος
βραχύκωλος
βραχυλογίᾱ
βραχύλογος
βραχῡ́νω
βραχυόνειρος
βραχύπορος
βραχύς
βραχυσίδᾱρος
βραχυσκελής
βραχυσυλλαβίη
βραχύτης
View word page
βραχύ-κωλος
βραχύ-κωλοςονadjκῶλον of sentenceswith short clausesArist.

ShortDef

with short limbs

Debugging

Headword:
βραχύκωλος
Headword (normalized):
βραχύκωλος
Headword (normalized/stripped):
βραχυκωλος
IDX:
7760
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-7761
Key:
βραχύκωλος

Data

{'headword_display': '<b>βραχύ-κωλος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>βραχύ-κωλος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>κῶλον</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of sentences</Indic><Tr>with short clauses</Tr><Au>Arist.</Au></aS1></AE>', 'key': 'βραχύκωλος'}