Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

βράσσων
Βραυρών
βράχεα
βραχεῖν
βραχείς
βραχῑονιστήρ
βραχῑ́ων
βραχῑ́ων
βραχύβιος
βραχυγνώμων
βραχύδρομος
βραχύκωλος
βραχυλογίᾱ
βραχύλογος
βραχῡ́νω
βραχυόνειρος
βραχύπορος
βραχύς
βραχυσίδᾱρος
βραχυσκελής
βραχυσυλλαβίη
View word page
βραχύ-δρομος
βραχύ-δρομοςονadjδρόμος of haresrunning a short distanceX.

ShortDef

running a short way

Debugging

Headword:
βραχύδρομος
Headword (normalized):
βραχύδρομος
Headword (normalized/stripped):
βραχυδρομος
IDX:
7759
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-7760
Key:
βραχύδρομος

Data

{'headword_display': '<b>βραχύ-δρομος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>βραχύ-δρομος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>δρόμος</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of hares</Indic><Tr>running a short distance</Tr><Au>X.</Au></aS1></AE>', 'key': 'βραχύδρομος'}