Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

βραδυπλοέω
βραδύπορος
βραδύπους
βραδύς
βραδυτής
βρᾱιδίως
βράκος
βράσσω
βράσσων
Βραυρών
βράχεα
βραχεῖν
βραχείς
βραχῑονιστήρ
βραχῑ́ων
βραχῑ́ων
βραχύβιος
βραχυγνώμων
βραχύδρομος
βραχύκωλος
βραχυλογίᾱ
View word page
βράχεα
βράχεαωνn.plapp.βραχύς area of shallow watershallows, shoalsHdt. Th. Plb.

ShortDef

shallows

Debugging

Headword:
βράχεα
Headword (normalized):
βράχεα
Headword (normalized/stripped):
βραχεα
IDX:
7751
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-7752
Key:
βράχεα

Data

{'headword_display': '<b>βράχεα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>βράχεα</HL><Infl>ων</Infl><PS>n.pl</PS><Ety>app.<Ref>βραχύς</Ref></Ety></HG> <nS1><Def>area of shallow water</Def><Tr>shallows, shoals</Tr><Au>Hdt. Th. Plb.</Au></nS1></NE>', 'key': 'βράχεα'}