Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

βραβεύω
βράβιλον
βράγχια
βράγχος
βραδέως
βράδινος
βράδιον
βραδῡ́νω
βραδυπλοέω
βραδύπορος
βραδύπους
βραδύς
βραδυτής
βρᾱιδίως
βράκος
βράσσω
βράσσων
Βραυρών
βράχεα
βραχεῖν
βραχείς
View word page
βραδύ-πους
βραδύ-πουςπουνgen.ποδοςadjπούς of a person's progressslow-footedE.

ShortDef

slow of foot, slow

Debugging

Headword:
βραδύπους
Headword (normalized):
βραδύπους
Headword (normalized/stripped):
βραδυπους
IDX:
7743
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-7744
Key:
βραδύπους

Data

{'headword_display': '<b>βραδύ-πους</b>', 'content': "<AE><HG><HL>βραδύ-πους</HL><Infl>πουν</Infl><VInfl><Lbl>gen.</Lbl><FmInfl>ποδος</FmInfl></VInfl><PS>adj</PS><Ety><Ref>πούς</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a person's progress</Indic><Tr>slow-footed</Tr><Au>E.</Au></aS1></AE>", 'key': 'βραδύπους'}