Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

βραβεύς
βραβευτής
βραβεύω
βράβιλον
βράγχια
βράγχος
βραδέως
βράδινος
βράδιον
βραδῡ́νω
βραδυπλοέω
βραδύπορος
βραδύπους
βραδύς
βραδυτής
βρᾱιδίως
βράκος
βράσσω
βράσσων
Βραυρών
βράχεα
View word page
βραδυπλοέω
βραδυπλοέωcontr.vbπλόος make slow progress on a voyageNT.

ShortDef

to sail slowly

Debugging

Headword:
βραδυπλοέω
Headword (normalized):
βραδυπλοέω
Headword (normalized/stripped):
βραδυπλοεω
IDX:
7741
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-7742
Key:
βραδυπλοέω

Data

{'headword_display': '<b>βραδυπλοέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>βραδυπλοέω</HL><PS>contr.vb</PS><Ety><Ref>πλόος</Ref></Ety></vHG> <vS1><Tr>make slow progress on a voyage</Tr><Au>NT.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'βραδυπλοέω'}