Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

βοώνης
βοῶπις
βοωτέω
Βοώτης
βραβείᾱ
βραβεύς
βραβευτής
βραβεύω
βράβιλον
βράγχια
βράγχος
βραδέως
βράδινος
βράδιον
βραδῡ́νω
βραδυπλοέω
βραδύπορος
βραδύπους
βραδύς
βραδυτής
βρᾱιδίως
View word page
βράγχος
βράγχοςουm hoarsenesssore throatTh.

ShortDef

hoarseness

Debugging

Headword:
βράγχος
Headword (normalized):
βράγχος
Headword (normalized/stripped):
βραγχος
IDX:
7736
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-7737
Key:
βράγχος

Data

{'headword_display': '<b>βράγχος</b>', 'content': '<NE><HG><HL>βράγχος</HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Tr>hoarseness<or/>sore throat</Tr><Au>Th.</Au></nS1></NE>', 'key': 'βράγχος'}