Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

βουσφαγέω
βούτης
βούτομον
βουτύπος
βουφονέω
Βουφόνια
βουφονίη
βουφόνος
βουφορβέω
βουφόρβια
βουφορβός
βούχῑλος
βόων
βοώνης
βοῶπις
βοωτέω
Βοώτης
βραβείᾱ
βραβεύς
βραβευτής
βραβεύω
View word page
βου-φορβός
βου-φορβόςοῦmφέρβω one who provides food for oxenoxherdE. Pl.

ShortDef

ox-feeding

Debugging

Headword:
βουφορβός
Headword (normalized):
βουφορβός
Headword (normalized/stripped):
βουφορβος
IDX:
7723
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-7724
Key:
βουφορβός

Data

{'headword_display': '<b>βου-φορβός</b>', 'content': '<NE><HG><HL>βου-φορβός</HL><Infl>οῦ</Infl><PS>m</PS><Ety><Ref>φέρβω</Ref></Ety></HG> <nS1><Def>one who provides food for oxen</Def><Tr>oxherd</Tr><Au>E. Pl.</Au></nS1></NE>', 'key': 'βουφορβός'}