Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

βούσταθμος
βούστασις
βουσφαγέω
βούτης
βούτομον
βουτύπος
βουφονέω
Βουφόνια
βουφονίη
βουφόνος
βουφορβέω
βουφόρβια
βουφορβός
βούχῑλος
βόων
βοώνης
βοῶπις
βοωτέω
Βοώτης
βραβείᾱ
βραβεύς
View word page
βουφορβέω
βουφορβέωcontr.vbβουφορβός be an oxherdE.

ShortDef

to tend cattle

Debugging

Headword:
βουφορβέω
Headword (normalized):
βουφορβέω
Headword (normalized/stripped):
βουφορβεω
IDX:
7721
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-7722
Key:
βουφορβέω

Data

{'headword_display': '<b>βουφορβέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>βουφορβέω</HL><PS>contr.vb</PS><Ety><Ref>βουφορβός</Ref></Ety></vHG> <vS1><Tr>be an oxherd</Tr><Au>E.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'βουφορβέω'}