Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

βουπομπός
βουπόρος
βούπρῳρος
βοῦς
βουσόος
βούσταθμος
βούστασις
βουσφαγέω
βούτης
βούτομον
βουτύπος
βουφονέω
Βουφόνια
βουφονίη
βουφόνος
βουφορβέω
βουφόρβια
βουφορβός
βούχῑλος
βόων
βοώνης
View word page
βου-τύπος
βου-τύποςουmτύπτω man who strikes down oxenox-fellerAR.

ShortDef

ox-butcher, slaughterer

Debugging

Headword:
βουτύπος
Headword (normalized):
βουτύπος
Headword (normalized/stripped):
βουτυπος
IDX:
7716
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-7717
Key:
βουτύπος

Data

{'headword_display': '<b>βου-τύπος</b>', 'content': '<NE><HG><HL>βου-τύπος</HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS><Ety><Ref>τύπτω</Ref></Ety></HG> <nS1><Def>man who strikes down oxen</Def><Tr>ox-feller</Tr><Au>AR.</Au></nS1></NE>', 'key': 'βουτύπος'}