Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

βούπαις
Βούπαλος
βούπεινα
βουπελάτης
βουπλήξ
βουπομπός
βουπόρος
βούπρῳρος
βοῦς
βουσόος
βούσταθμος
βούστασις
βουσφαγέω
βούτης
βούτομον
βουτύπος
βουφονέω
Βουφόνια
βουφονίη
βουφόνος
βουφορβέω
View word page
βού-σταθμος
βού-σταθμοςουmσταθμόςnom.pl.
βούσταθμοι
also neut.nom.acc.
βούσταθμα
ox-stall, cattle-shedS.Ichn. E.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
βούσταθμος
Headword (normalized):
βούσταθμος
Headword (normalized/stripped):
βουσταθμος
IDX:
7711
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-7712
Key:
βούσταθμος

Data

{'headword_display': '<b>βού-σταθμος</b>', 'content': '<NE><HG><HL>βού-σταθμος</HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS><Ety><Ref>σταθμός</Ref></Ety><FG><Num><Lbl>nom.pl.</Lbl><Form>βούσταθμοι</Form><Lbl>also neut.nom.acc.</Lbl><Form>βούσταθμα</Form></Num></FG></HG> <nS1><Tr>ox-stall, cattle-shed</Tr><Au>S.<Wk>Ichn.</Wk> E.</Au></nS1> </NE>', 'key': 'βούσταθμος'}