Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

βουνώδης
βούπαις
Βούπαλος
βούπεινα
βουπελάτης
βουπλήξ
βουπομπός
βουπόρος
βούπρῳρος
βοῦς
βουσόος
βούσταθμος
βούστασις
βουσφαγέω
βούτης
βούτομον
βουτύπος
βουφονέω
Βουφόνια
βουφονίη
βουφόνος
View word page
βου-σόος
βου-σόοςονadjσεύω of a gadflydriving oxen wildCall.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
βουσόος
Headword (normalized):
βουσόος
Headword (normalized/stripped):
βουσοος
IDX:
7710
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-7711
Key:
βουσόος

Data

{'headword_display': '<b>βου-σόος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>βου-σόος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>σεύω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a gadfly</Indic><Tr>driving oxen wild</Tr><Au>Call.</Au></aS1></AE>', 'key': 'βουσόος'}