Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

βοῦνις
βουνοειδής
βουνομίᾱ
βουνόμος
βούνομος
βουνός
βουνώδης
βούπαις
Βούπαλος
βούπεινα
βουπελάτης
βουπλήξ
βουπομπός
βουπόρος
βούπρῳρος
βοῦς
βουσόος
βούσταθμος
βούστασις
βουσφαγέω
βούτης
View word page
βου-πελάτης
βου-πελάτηςουm herder of cattleAR.

ShortDef

herdsman

Debugging

Headword:
βουπελάτης
Headword (normalized):
βουπελάτης
Headword (normalized/stripped):
βουπελατης
IDX:
7704
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-7705
Key:
βουπελάτης

Data

{'headword_display': '<b>βου-πελάτης</b>', 'content': '<NE><HG><HL>βου-πελάτης</HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Tr>herder of cattle</Tr><Au>AR.</Au></nS1></NE>', 'key': 'βουπελάτης'}