Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

βουλῡτός
βοῦνις
βουνοειδής
βουνομίᾱ
βουνόμος
βούνομος
βουνός
βουνώδης
βούπαις
Βούπαλος
βούπεινα
βουπελάτης
βουπλήξ
βουπομπός
βουπόρος
βούπρῳρος
βοῦς
βουσόος
βούσταθμος
βούστασις
βουσφαγέω
View word page
βού-πεινα
βού-πειναηςfβοῦςπείνη perh.hunger which makes one want to eat an oximmense hungerCall.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
βούπεινα
Headword (normalized):
βούπεινα
Headword (normalized/stripped):
βουπεινα
IDX:
7703
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-7704
Key:
βούπεινα

Data

{'headword_display': '<b>βού-πεινα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>βού-πεινα</HL><Infl>ης</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>βοῦς</Ref><Ref>πείνη</Ref></Ety></HG> <nS1><Qualif>perh.</Qualif><Def>hunger which makes one want to eat an ox</Def><Tr>immense hunger</Tr><Au>Call.</Au></nS1></NE>', 'key': 'βούπεινα'}