Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

βούλομαι
βουλόμαχος
βουλῡτός
βοῦνις
βουνοειδής
βουνομίᾱ
βουνόμος
βούνομος
βουνός
βουνώδης
βούπαις
Βούπαλος
βούπεινα
βουπελάτης
βουπλήξ
βουπομπός
βουπόρος
βούπρῳρος
βοῦς
βουσόος
βούσταθμος
View word page
βού-παις
βού-παιςπαιδοςmβοῦςπαῖς1 brawny boyAr. AR.

ShortDef

a big boy

Debugging

Headword:
βούπαις
Headword (normalized):
βούπαις
Headword (normalized/stripped):
βουπαις
IDX:
7701
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-7702
Key:
βούπαις

Data

{'headword_display': '<b>βού-παις</b>', 'content': '<NE><HG><HL>βού-παις</HL><Infl>παιδος</Infl><PS>m</PS><Ety><Ref>βοῦς</Ref><Ref>παῖς<Hm>1</Hm></Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>brawny boy</Tr><Au>Ar. AR.</Au></nS1></NE>', 'key': 'βούπαις'}