Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

βούλιος
βούλομαι
βουλόμαχος
βουλῡτός
βοῦνις
βουνοειδής
βουνομίᾱ
βουνόμος
βούνομος
βουνός
βουνώδης
βούπαις
Βούπαλος
βούπεινα
βουπελάτης
βουπλήξ
βουπομπός
βουπόρος
βούπρῳρος
βοῦς
βουσόος
View word page
βουνώδης
βουνώδηςεςadjof terrainhillyPlb. Plu.

ShortDef

hilly

Debugging

Headword:
βουνώδης
Headword (normalized):
βουνώδης
Headword (normalized/stripped):
βουνωδης
IDX:
7700
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-7701
Key:
βουνώδης

Data

{'headword_display': '<b>βουνώδης</b>', 'content': '<AE><HG><HL>βουνώδης</HL><Infl>ες</Infl><PS>adj</PS></HG><aS1><Indic>of terrain</Indic><Tr>hilly</Tr><Au>Plb. Plu.</Au></aS1></AE>', 'key': 'βουνώδης'}