Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

βουλῑμιάω
βούλιος
βούλομαι
βουλόμαχος
βουλῡτός
βοῦνις
βουνοειδής
βουνομίᾱ
βουνόμος
βούνομος
βουνός
βουνώδης
βούπαις
Βούπαλος
βούπεινα
βουπελάτης
βουπλήξ
βουπομπός
βουπόρος
βούπρῳρος
βοῦς
View word page
βουνός
βουνόςοῦmhillHdt. Call.cj. Plb. NT. Plu.

ShortDef

a hill, mound

Debugging

Headword:
βουνός
Headword (normalized):
βουνός
Headword (normalized/stripped):
βουνος
IDX:
7699
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-7700
Key:
βουνός

Data

{'headword_display': '<b>βουνός</b>', 'content': '<NE><HG><HL>βουνός</HL><Infl>οῦ</Infl><PS>m</PS></HG><nS1><Tr>hill</Tr><Au>Hdt. Call.<LblR>cj.</LblR> Plb. NT. Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'βουνός'}